- ορεκτικός
- ορεκτικός, -ή, -ό και ορεχτικός, -ή, -ό1. για φαγητό, αυτός που κινεί την όρεξη: Ορεκτικά φαγητά.2. αυτός που προκαλεί τον πόθο, την επιθυμία του άλλου: Ορεκτική γυναίκα.3. ως ουσ., ορεκτικό, το και ορεκτικά, τα καθετί που τρώγεται πριν από το φαγητό για όρεξη: Φέρε μας ένα ούζο για ορεκτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.